- σεκοϊάδενδρο
- το, Νβοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ταξοδιίδες τής τάξης κωνιφερώδη και περιλαμβάνει μόνον το είδος Sequoiadendron giganteum, γνωστό και ως Sequoia gigantea ή Sequoia wellingtonia, γιγάντιο αειθαλές δέντρο που ξεπερνά τα 100 μέτρα ύψος, ενώ η περιφέρεια τού κορμού στη βάση μπορεί να φθάσει τα 30 μέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sequoiadendron < sequoia (βλ. σεκόια) + -dendron (< δένδρο)].
Dictionary of Greek. 2013.